αυτοδιοικούμαι

αυτοδιοικούμαι
(για περιοχές, οργανισμούς κ.λπ.) διοικούμαι από διοικητικές μονάδες που έχουν οργανωθεί ως ξεχωριστά νομικά πρόσωπα (και όχι από όργανα του κράτους).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αυτοδιοικούμαι — ήθηκα, διοικώ τον εαυτό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοδιοίκηση — Με τον όρο αυτό εννοείται η αυτονομία των τοπικών οργανισμών, οι οποίοι παράλληλα ή σε συνεργασία με τις κρατικές αρχές ασχολούνται με τις τοπικές υποθέσεις και ανήκουν, σύμφωνα με τον νόμο, σε ειδική κατηγορία νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.… …   Dictionary of Greek

  • αυτοδιοίκητος — η, ο αυτός που αυτοδιοικείται, που έχει διοικητική ανεξαρτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτοδιοικούμαι. Η λ. μαρτυρείται στον Σπυρίδωνα Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”